Ἀνήκω σὲ μία χώρα
μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ
Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ
παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα,
καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. (...) Σ᾿ αὐτὸ τὸν
κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας
μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους.
Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο,
ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.
(ομιλία του Γ. Σεφέρη το 1963 κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας)
Ο τόπος μας, μάς ορίζει. Οι πρώτες μας εικόνες είναι τα ηλιόλουστα απογεύματα σε κάποιο μπαλκόνι, η υγρασία των πρωινών όταν οι γονείς μας έφευγαν για τη δουλειά, οι αυλές της Εκκλησίας που συναντιόνταν τα παιδιά. Μάθαμε την επανάσταση από τον Κανάρη και τον Διάκο, την αντίσταση από τον Βελουχιώτη και τον Πάτερ Ανυπόμονο, την προδοσία από τον Εφιάλτη, την σκέψη από τον Ευκλείδη και τον Σωκράτη, την ακεραιότητα από τον Μουστακλή, την τέχνη από τον Αισχύλο και τον Ελύτη, το θάρρος από τον Γλέζο και τον Παναγούλη. Δεν ήταν οι καλύτεροι που υπήρξαν ανά τον κόσμο, αργότερα ήρθαμε σε επαφή και με άλλους πιθανώς σπουδαιότερους στο αποτύπωμά τους, ωστόσο όλοι οι παραπάνω ήταν αυτοί που εμείς γνωρίσαμε πρώτα, εκείνοι μέσω των οποίων νοηματοδοτήσαμε αυτές τις έννοιες κι έπειτα καθορίσαμε την ζωή μας με ορισμένες εξ' αυτών.
Ακόμη κι αν περνώντας τα χρόνια διδαχθήκαμε ίσως άλλες γλώσσες, ελάχιστοι τις έχουν μάθει τόσο καλά ώστε να μπορούν να εκφραστούν σε αυτές με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν στα ελληνικά. Άλλο η συνεννόηση, άλλο η έκφραση. Οι γνώσεις μας επίσης προέρχονται, στην μεγάλη τους πλειονότητα, από βιβλία και κείμενα που έχουν γραφτεί ή μεταφραστεί στην γλώσσα μας· απολύτως διαφορετικός θα ήταν ο πνευματικός μας κόσμος και οι αντιληπτικές μας δυνατότητες αν, για παράδειγμα, τα περισσότερα αναγνώσματά μας ήταν στα ιαπωνέζικα ή στα γερμανικά. Διαφορετικοί άνθρωποι θα ήμασταν αν αντί για τον Ρίτσο, τον Καζαντζάκη ή τον Καβάφη, στην καθημερινότητά μας συχνότερα συναντούσαμε αποσπάσματα του Γκαίτε, του Κάφκα ή του Τόμας Μαν. Πόσους Κροάτες συγγραφείς γνωρίζουμε άραγε και πόσους Μαροκινούς ποιητές;
Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία είναι σε πολλά στοιχεία της νοσηρή και σε κατάσταση διαρκούς πτώσης. Κανένας ελεύθερος άνθρωπος και κανένα άτομο που προσπαθεί να είναι σκεπτόμενο, δεν θα μπορούσε να μην της ασκεί κριτική. Αν κοινωνία ορίζουμε ένα ενιαίο σύνολο ανθρώπων που δρα με βάση ένα σχετικά θεσμοθετημένο σύστημα κανόνων και ρόλων, τότε η κριτική μας θα είναι πολύ αυστηρή μιας και η σύγχρονη ελληνική κοινωνία είναι βαθιά εμποτισμένη από τις αξίες του εγωισμού και της αδιαφορίας, από την λατρεία του χρήματος, από εξουσιαστικές σχέσεις και αντιλήψεις. Ωστόσο, κοιτάζοντας κάθε άνθρωπο ξεχωριστά η κριτική μας αμβλύνεται. Εντός όλης της παραπάνω νοσηρής συνθήκης και σε συνδυασμό με την καθημερινή βιοπάλη και τα διάφορα άλλα προβλήματα, θέλει αρετή και τόλμη να βαδίσεις αντίθετα απ' τους καιρούς και δεν θα μπορούσαμε να το έχουμε αυτό ως απαίτηση· εξάλλου σκληροί οφείλουμε να είμαστε πρώτ' απ' όλα με τους εαυτούς μας.
Άλλωστε, αν η κοινωνία μας σήμερα καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον εγωισμό, την απάθεια, το χρήμα και την εξουσία, δεν προκύπτει από κάπου πως γι' αυτό ευθύνεται η "ελληνικότητά" της. Όση της έχει απομείνει δηλαδή, αφού εδώ και αρκετά χρόνια πρωταγωνιστούν οι δυτικοευρωπαϊκές και αμερικάνικες επιρροές σε όλα τα επίπεδα, από την οικονομία ως την κοσμοθεωρία και τους κώδικες αξιών. Εκτός, βέβαια, αν ως ελληνικότητα ορίζουμε τους ναζί της Χρυσής Αυγής, τους παπάδες που μισούν ό,τι δεν ταυτίζεται μαζί τους, τους πατεράδες που χτυπάνε τα παιδιά και την γυναίκα τους. Όλα αυτά υπάρχουν γύρω μας σε ανησυχητικό και όχι αμελητέο βαθμό, αλλά σίγουρα δεν αποτελούν την αντιπροσωπευτικότερη εικόνα της κοινωνίας μας και, ακόμη περισσότερο, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι για αυτές τις συμπεριφορές και τις πράξεις ευθύνεται "η ελληνική ταυτότητα". Το ότι εμείς γνωρίζουμε κυρίως την ελληνική σαπίλα διότι εδώ τυχαίνει να ζούμε, δεν σημαίνει πως τα πράγματα είναι καλύτερα σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Εσθονία, το Ιράκ, το Καζακστάν ή η Γαλλία. Αλλά μήπως πάλι κι εκεί φταίει η εκάστοτε εθνική ταυτότητα;
Για να είμαστε ακριβείς, η ελληνική εθνική και πολιτισμική ταυτότητα ουδέποτε καθορίστηκε από την μισαλλοδοξία, τον αυταρχισμό ή την απαξίωση. Είναι ευρύτερα και παγκόσμια συνδεδεμένη με την ελευθερία, την σκέψη, το μέτρο, τον ανθρωπισμό, τον πολιτισμό, την οικουμενικότητα. Κι αν σήμερα συμβαίνει οι Έλληνες που αναφέρονται στην ελληνική ταυτότητα να είναι συχνότερα οι ακροδεξιοί, αυτό δεν είναι πρόβλημα της Ελλάδας μα όλων των υπόλοιπων υγιέστερων κοινωνικών δυνάμεων που αισθάνονται αμηχανία να μιλήσουν για εκείνη. Για να μην πάμε παλαιότερα, ο Ρήγας Φεραίος, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Μακρυγιάννης, η Λέλα Καραγιάννη, ο Γιώργος Χουλιάρας ή Περικλής, ο Δημήτρης Δημητρίου ή Νικηφόρος, η Παναγιώτα Σταθοπούλου, ο Αλέξανδρος Παναγούλης, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Ειρήνη Παπά, ο Νίκος Ξυλούρης και πάρα πολλοί ακόμη, δεν θα μπορούσαν παρά να αποτελούν κληρονομιά ενός λαού που αγωνίζεται για την ελευθερία.
Μέσα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι πολύ εύκολο να χάσουμε τον προσανατολισμό μας. Προωθείται η καταστροφή και η απόλυτη απαξίωση κάθε ταυτότητας, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να μένουν χωρίς κανένα σημείο αναφοράς, χαμένοι μέσα σε ένα μεταμοντέρνο και υπερατομικιστικό περιβάλλον, μην έχοντας από πουθενά να πιαστούν. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η εθνική ταυτότητα του εκάστοτε λαού, η καθεμία με την μοναδικότητά της, ενυπάρχει μέσα μας και μάς έχει καθορίσει ήδη από τα παιδικά μας χρόνια. Μπορεί να αποτελέσει μία από τις αφετηρίες μας, ένα από τα σημεία όπου θα μπορέσουμε να πιαστούμε για να μην χαθούμε στον στρόβιλο της απόλυτης απαξίωσης των πάντων χάριν του κέρδους. Στα χρόνια της επιχειρούμενης αποδόμησης κάθε σταθερής ουσίας, η εθνική ταυτότητα είναι ένα από τα καταφύγιά μας. Πέρα από την έμπνευση που μπορούμε να αντλήσουμε μέσω αυτής, το να έχουμε μια υπαρκτή συγκεκριμένη βάση χρησιμεύει και στο να διορθωθούν σφάλματα του παρελθόντος, να εξελιχθούμε και να προχωρήσουμε.
Μισώντας το έθνος, μισούμε τους ανθρώπους του και, απαξιώνοντάς το, απαξιώνουμε καθέναν τους ξεχωριστά. Ακούγονται συχνά, κυρίως από ριζοσπαστικά άτομα, φράσεις όπως "Έλληνες είναι, δεν μας ενδιαφέρουν". Δεν εχθρεύονται απλώς την Ελλάδα, μα κάθε Έλληνα και Ελληνίδα ξεχωριστά, ειδικά αν "τολμάν" να αυτοαποκαλούνται ως τέτοιοι. Έτσι, το αιώνιο και πανανθρώπινο αίτημα της αγάπης προς τον πλησίον, εκμηδενίζεται με συνοπτικές διαδικασίες. Την ίδια στιγμή, το ιερό καθήκον της αλληλεγγύης προς κάθε άνθρωπο που την έχει ανάγκη, μπορεί εύκολα να παρακαμφθεί όταν σχετίζεται με όσους τυχαίνει να έχουν την κυρίαρχη εθνική ταυτότητα της χώρας που κατοικούν, αφού κατηγοριοποιούνται μαζικά ως καταπιεστές ή συνένοχοι. Παράλληλα, με απειροελάχιστες εξαιρέσεις, τα άτομα αυτά αποφεύγουν την ενσυναίσθηση και την αλληλεγγύη ακόμη και προς τα μεταναστευτικά και καταπιεσμένα υποκείμενα, αφού και αυτά έχουν χαρακτηριστικά που "προβληματίζουν", όπως σεξισμό ή ομοφοβία. Κι έτσι, οδηγούμαστε σε μία καταφανώς τοξική συνθήκη όπου σχεδόν όλα πρέπει να απαξιωθούν και ταυτόχρονα καμία υποχρέωση δεν προκύπτει, ούτε καν για "την αλλαγή του κόσμου". Απομένει τελικά μόνο η γκρίνια, η μιζέρια και το μίσος για τον συνάνθρωπο.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν οι άνθρωποι που αγαπάνε την πατρίδα τους, σέβονται όλες τις εθνικότητες και εμπνέονται από τους διάφορους πολιτισμούς. Καμία χώρα δεν κρύβει μέσα της τον πλούτο που διαθέτουν όλα τα έθνη μαζί. Τα χρώματα, η ατμόσφαιρα, οι άνθρωποι, τα σπίτια και οι μυρωδιές είναι παντού διαφορετικά και μοναδικά, κάθε ελεύθερος άνθρωπος διψάει να γνωρίσει τον κόσμο και τις ιδιαιτερότητές του. Ταυτόχρονα, πονάει για την εξουσία και την καταπίεση όπου κι αν αυτές συναντώνται στον πλανήτη και στηρίζει ολόψυχα εκείνους που τις πολεμούν. Στέκεται πλάι με όσους ανθρώπους ονειρεύονται έναν κόσμο χωρίς πολέμους, με αρμονική συνύπαρξη όλων των εθνών, με τους λαούς να ζουν σε ειρήνη και να συμπράττουν απέναντι στα κοινά τους προβλήματά. Όσο απέραντη και να είναι μία πατρίδα, καμία δημιουργικότητα δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στα όριά της.
Με αφετηρία την Ελλάδα λοιπόν, ξεκινάμε να γνωρίσουμε όλο τον κόσμο. Προς το παρόν, μονάχα εδώ καταλαβαίνουμε τις εκφράσεις των ανθρώπων, πώς πληγώνονται και πώς ενθουσιάζονται, πώς εκφράζουν την συγκίνησή τους, πώς συνηθίζουν να αποδεικνύουν την αγάπη τους. Μονάχα εδώ περπατώντας στους δρόμους μπορούμε να καταλάβουμε ποιά στενά είναι επικίνδυνα και τί ώρες, κοιτώντας την θάλασσα να μαντέψουμε αν στον βυθό έχει φύκια ή άμμο, εδώ ξέρουμε σε ποιά βουνά έχει ελάφια, σε ποιά λύκους, σε ποιά αρκούδες. Κάτω από ένα ξωκλήσσι καθόμαστε τα καλοκαίρια όταν ο καίει ήλιος και μες στα πλοία ξέρουμε πόση ώρα θα κάνουν να δέσουν σε κάθε λιμάνι. Τις ρίζες μας δεν θα τις αγνοήσουμε και ούτε τον πόνο του κόσμου γύρω μας, όπως δεν τον αγνόησαν στο παρελθόν χιλιάδες άλλοι, για να μπορούμε εμείς σήμερα να απολαμβάνουμε κάποια ομορφιά στην ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου