Κάθε όμορφη ιστορία θα έπρεπε ν’ αρχίζει με τη φράση: Ήταν
ένα ζεστό βράδυ Ιουλίου.
Μανθρασπέντα
Το καλοκαίρι συμβαίνει τις νύχτες,
Τη νύχτα στην Πανόρμου, σε ένα μικρό μπαλκόνι που ίσα-ίσα χώραγε έξι άτομα. Στον αποχαιρετισμό κάποιου που έφευγε από την Αθήνα, που δεν τον ξέραμε καν καλά, αλλά και κείνος δεν ήξερε και πολλούς ακόμη. Με όσα ποτά του είχαν απομείνει στο σπίτι και με όσα κρέατα είχε αγόρασει για να μας κεράσει με τα τελευταία λεφτά του.
Στο Galaxy στο Σύνταγμα, στον τρίτο αγώνα της Αργεντινής για το Μουντιάλ. Αφού δεν θα το δώ με παρέα ας το δώ κάπου ωραία. Παγωμένη μπύρα στην άκρη του μπαρ και μια μικρή παλιά τηλεόραση χωρίς ήχο. Κακό παιχνίδι με την Αργεντινή να παίρνει τελευταία στιγμή τη νίκη και τον Μαραντόνα να υψώνει κωλοδάχτυλα στο νικητήριο γκολ.
Τη βδομάδα του δεκαπεντάυγουστου, που λίγοι είχανε μείνει στην πόλη και τα βράδια μαζεύονταν έξω από το Μουσείο και παίζανε μπάλα με τους Σύριους και τους Ιρανούς. Με κερκίδα τις τρελές γιαγιάδες με τα ραδιοφωνάκια, μερικούς μισοκοιμισμένους χρήστες και τη διμοιρία των ΜΑΤ στη γωνία.
Την τελευταία νύχτα στη Δονούσα, στην άκρη της προβλήτας που λειτουργεί ως λιμάνι, εκεί όπου υπάρχει μόνο η θαλασσινή σκουριά και τίποτε περιττό. Ο φάρος, το κύμα και τα σκισμένα δίχτυα των ψαράδων.
Στην παραλία μέσα Σεπτέμβρη, το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει ακόμη. H Λιβανέζα που έπαιξε σάζι και τραγούδησε με φωνή βγαλμένη απ' την Ανατολή. Δεν μίλαγε κανείς και οι πιο πολλοί ξαπλώσανε νωρίς. Τότε την κατάλαβα που ήρθε και έκατσε δίπλα μου, χωρίς να έχουμε μιλήσει ποτέ. Το πρωί που ξύπνησα με κοιτούσε στα μάτια.
Τη βδομάδα του δεκαπεντάυγουστου, που λίγοι είχανε μείνει στην πόλη και τα βράδια μαζεύονταν έξω από το Μουσείο και παίζανε μπάλα με τους Σύριους και τους Ιρανούς. Με κερκίδα τις τρελές γιαγιάδες με τα ραδιοφωνάκια, μερικούς μισοκοιμισμένους χρήστες και τη διμοιρία των ΜΑΤ στη γωνία.
Την τελευταία νύχτα στη Δονούσα, στην άκρη της προβλήτας που λειτουργεί ως λιμάνι, εκεί όπου υπάρχει μόνο η θαλασσινή σκουριά και τίποτε περιττό. Ο φάρος, το κύμα και τα σκισμένα δίχτυα των ψαράδων.
Στην παραλία μέσα Σεπτέμβρη, το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει ακόμη. H Λιβανέζα που έπαιξε σάζι και τραγούδησε με φωνή βγαλμένη απ' την Ανατολή. Δεν μίλαγε κανείς και οι πιο πολλοί ξαπλώσανε νωρίς. Τότε την κατάλαβα που ήρθε και έκατσε δίπλα μου, χωρίς να έχουμε μιλήσει ποτέ. Το πρωί που ξύπνησα με κοιτούσε στα μάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου