Τον Πέτρο τον γνώρισα σε μια δουλειά που έκανα, το Νοέμβριο του '17. Αυτός ήτανε ντελιβεράς απόγευμα και βράδυ, στο ίδιο μαγαζί που εγώ μοίραζα φυλλάδια τα πρωινά. Δούλευε 3.30 το μεσημέρι ως 12 το βράδυ στο μηχανάκι και μερικές μέρες ερχόταν και το πρωί να μοιράσει μαζί μου, δηλαδή έξτρα 9 με 2 περίπου. Τουλάχιστον με όλη αυτή τη δουλειά, έξι μέρες τη βδομάδα ντελίβερι και τρεις-τέσσερις μέρες και φυλλάδια πρέπει να έβγαζε καλά λεφτά. Καλά τρόπος του λέγειν, διότι πάνω από χίλια το μήνα δεν βγαίναν εύκολα, αλλά ζούσε τελοσπάντων με αξιοπρέπεια. Μάζευε κιόλας χρήματα εκείνη την περίοδο, ακόμη θα μαζεύει δηλαδή, γιατί το καλοκαίρι έχει μια βάφτιση, θα γίνει νονός, και θέλει να το κάνει όπως εκείνος κρίνει ότι είναι σωστό.
Είναι τριαντατριών χρονών, μένει μόνος του σ' ένα διαμέρισμα στις εργατικές. Κοπέλα δεν έχει και δεν μπορεί να βρει, γιατί όταν γυρνάς μία το βράδυ απ΄τη δουλειά, ούτε χρόνο έχεις, ούτε κουράγιο έχεις. Ο πατέρας του χάλαγε ό,τι έβγαζε σε ποτά και πουτάνες, η μάνα του ακόμη δουλεύει καθαρίστρια στο δρόμο, από 'κείνους του Δήμου που βγαίνουν τα πρωινά, αλλά τα πόδια της δεν την κρατάνε και για πολύ. Πιο παλιά ήτανε σιδεράδες, ψάχνανε τους κάδους για ό,τι κωλοσίδερο υπήρχε και μετά το πουλούσαν, μου 'χε πει πως ήταν καλή δουλειά αυτή και έβγαιναν λεφτά. Ο Πέτρος άφησε το σχολείο στα 15 και άρχισε ό,τι δουλειά υπήρχε. Σίδερα, οικοδομές, εργοστάσια. Πήγε κάποια στιγμή στην Αθήνα να σπουδάσει για μηχανικός αυτοκινήτων και μετά έκανε δέκα χρόνια σε διάφορα συνεργεία στο Ηράκλειο. Πλέον όμως του δίνουν ελάχιστα στα αμάξια και άρχισε τα ντελίβερι. Λίγο τα συνεργεία και λίγο το ντελίβερι, σε κάθε φανάρι έχει κι από δυο γνωστούς.
Λέει πως δεν τον πειράζει η πολλή δουλειά, την διάλεξε από μικρός αντί για τα γράμματα, κάτι από τα δύο έπρεπε να κάνει. Μόνος του το διάλεξε, μόνος του το υπερασπίζεται. Τον εκνεύριζε όταν γκρίνιαζε το αφεντικό μας, πως δεν έχει δουλειά το μαγαζί, πως δεν παίρνει πια ο κόσμος κρέπες, πως, πως. Προτιμούσε να έχει συνεχώς παραγγελίες να πηγαίνει, μόνο και μόνο για να μην κάθεται στο μαγαζί να τον ακούει. Τον εκνεύριζε γιατί και καλά να μην τα πήγαινε η δουλειά, το αφεντικό μας έβγαζε πολύ παραπάνω από εκείνον, είχε και σπίτια να νοικιάζει, δεν είχε πρόβλημα. Κι όλα αυτά γιατί ο δικός του ο πατέρας δεν έπινε και δεν πήγαινε σε πουτάνες, αλλά κράταγε τα λεφτά και του 'φτιαξε το μαγαζί. Ο Πέτρος απ' την άλλη πρέπει να δουλεύει δωδεκάωρα για να βγάζει το φαί και τα τσιγάρα του, να του μένουν και λίγα κάθε μήνα για τη βάφτιση. Ό,τι έχει πει ο Μαρξ, ο Πέτρος το ξέρει απ΄ τη μέρα που γεννήθηκε, χωρίς να ανοίξει ποτέ βιβλίο.
Είναι απλός άνθρωπος, γιατί κάθε φορά που του έλεγα να πάμε για ένα γρήγορο καφέ πριν αρχίσουμε το μοίρασμα, αυτός πέταγε απ' τη χαρά του, γιατί τον ένοιαζε μόνο που 'μουνα "καλό παιδί", ούτε αν έλεγα ωραία αστεία, ούτε αν είχα χίλιες ιστορίες να διηγηθώ. Είναι απλός, γιατί όπως μου 'χε πει επί λέξει: "Εγώ δεν έχω τίποτα, τίποτα. Αν με γυρίσεις ανάποδα και με κουνήσεις, ένα τάληρο θα πέσει".
Είναι τριαντατριών χρονών, μένει μόνος του σ' ένα διαμέρισμα στις εργατικές. Κοπέλα δεν έχει και δεν μπορεί να βρει, γιατί όταν γυρνάς μία το βράδυ απ΄τη δουλειά, ούτε χρόνο έχεις, ούτε κουράγιο έχεις. Ο πατέρας του χάλαγε ό,τι έβγαζε σε ποτά και πουτάνες, η μάνα του ακόμη δουλεύει καθαρίστρια στο δρόμο, από 'κείνους του Δήμου που βγαίνουν τα πρωινά, αλλά τα πόδια της δεν την κρατάνε και για πολύ. Πιο παλιά ήτανε σιδεράδες, ψάχνανε τους κάδους για ό,τι κωλοσίδερο υπήρχε και μετά το πουλούσαν, μου 'χε πει πως ήταν καλή δουλειά αυτή και έβγαιναν λεφτά. Ο Πέτρος άφησε το σχολείο στα 15 και άρχισε ό,τι δουλειά υπήρχε. Σίδερα, οικοδομές, εργοστάσια. Πήγε κάποια στιγμή στην Αθήνα να σπουδάσει για μηχανικός αυτοκινήτων και μετά έκανε δέκα χρόνια σε διάφορα συνεργεία στο Ηράκλειο. Πλέον όμως του δίνουν ελάχιστα στα αμάξια και άρχισε τα ντελίβερι. Λίγο τα συνεργεία και λίγο το ντελίβερι, σε κάθε φανάρι έχει κι από δυο γνωστούς.
Λέει πως δεν τον πειράζει η πολλή δουλειά, την διάλεξε από μικρός αντί για τα γράμματα, κάτι από τα δύο έπρεπε να κάνει. Μόνος του το διάλεξε, μόνος του το υπερασπίζεται. Τον εκνεύριζε όταν γκρίνιαζε το αφεντικό μας, πως δεν έχει δουλειά το μαγαζί, πως δεν παίρνει πια ο κόσμος κρέπες, πως, πως. Προτιμούσε να έχει συνεχώς παραγγελίες να πηγαίνει, μόνο και μόνο για να μην κάθεται στο μαγαζί να τον ακούει. Τον εκνεύριζε γιατί και καλά να μην τα πήγαινε η δουλειά, το αφεντικό μας έβγαζε πολύ παραπάνω από εκείνον, είχε και σπίτια να νοικιάζει, δεν είχε πρόβλημα. Κι όλα αυτά γιατί ο δικός του ο πατέρας δεν έπινε και δεν πήγαινε σε πουτάνες, αλλά κράταγε τα λεφτά και του 'φτιαξε το μαγαζί. Ο Πέτρος απ' την άλλη πρέπει να δουλεύει δωδεκάωρα για να βγάζει το φαί και τα τσιγάρα του, να του μένουν και λίγα κάθε μήνα για τη βάφτιση. Ό,τι έχει πει ο Μαρξ, ο Πέτρος το ξέρει απ΄ τη μέρα που γεννήθηκε, χωρίς να ανοίξει ποτέ βιβλίο.
Είναι απλός άνθρωπος, γιατί κάθε φορά που του έλεγα να πάμε για ένα γρήγορο καφέ πριν αρχίσουμε το μοίρασμα, αυτός πέταγε απ' τη χαρά του, γιατί τον ένοιαζε μόνο που 'μουνα "καλό παιδί", ούτε αν έλεγα ωραία αστεία, ούτε αν είχα χίλιες ιστορίες να διηγηθώ. Είναι απλός, γιατί όπως μου 'χε πει επί λέξει: "Εγώ δεν έχω τίποτα, τίποτα. Αν με γυρίσεις ανάποδα και με κουνήσεις, ένα τάληρο θα πέσει".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου