Το καφενείο ήταν πάντα μισοσκότεινο, ρεύμα δεν είχε, φως έμπαινε από το παράθυρο, την ξυλόσομπα και τη λάμπα θυέλλης. Δυο φορές τη μέρα άνοιγε, έξι με δέκα το πρωί και έξι με δέκα το βράδυ. Το 'χε ο Βροχερός, έτσι τον λέγανε, έτσι και το καφενείο, δεν είχε όνομα και ταμπέλα. Ο Βροχερός ήτανε ένας γέρος δυο μέτρα, κορμί δυνατό και όρθιο παρά τα χρόνια του, πάντα φόραγε ένα καφέ ξεθωριασμένο καπέλο για να μη φαίνονται τ' αραιωμένα μαλλιά του. Πάντα μαύρο πουκάμισο και μπότες, λες και δεν άλλαζε ο καιρός.
Ο Βροχερός έμενε σε ένα αποθηκάκι πίσω απ' το καφενείο, με ένα στενό κρεβάτι κι ένα τραπέζι. Όταν δεν ήταν στο καφενείο ήταν ή στην αυλή ή στα γύρω βουνά με τον Κλάους, τον σκύλο. Το καφενείο το άνοιγε έξι παρά δέκα και το έκλεινε δέκα και πέντε. Μύριζε υγρασία εκεί μέσα, πηχτή υγρασία και κρύο, δεν μίλαγε κανείς, μόνο λίγες κουβέντες που και που άκουγες, πιο πολύ όμως τον αέρα, πολύς αέρας, πάντα αέρας και τους χειμώνες βροχή. Ο καθένας καθόταν σιωπηλός στο τραπέζι, κι έπινε τον ελληνικό αν ήταν πρωί και το ουίσκι αν ήταν βράδυ. Μόνο σκέτο ελληνικό και ουίσκι είχε, τίποτ' άλλο, ούτε ζάχαρη. Ένα ευρώ ο ελληνικός, πέντε το ουίσκι. Ο καφές να ανοίξει το μάτι, το ποτό να ξεπλύνει το βάρος. Πρωτοχρονιά έρχονταν όλοι με τα καλά τους, κανονικά· έξι το πρωί, μια χειραψία, "καλή χρονιά", και πάλι ο καθένας τον καφέ του. Ο Βροχερός έφτιαχνε συνεχώς τη σόμπα, έφερνε τα ξύλα, ο σκύλος όλη μέρα κάτω απ' το τραπέζι του, πήγαινε μέχρι την πόρτα κάθε φορά που έμπαινε κάποιος.
Λίγοι πήγαιναν στο μαγαζί μα ήταν σταθεροί, κάθε μέρα εκεί. Εκεί ήταν το μέρος τους, εκεί οι μνήμες, εκεί ο τόπος. Μόνο εκεί μπορούσαν να κρατήσουν μερικές γωνιές για τη χαρά.
Και στολίδια δεν είχε στους τοίχους, μονάχα δυο φωτογραφίες, μια του πάτερ-Ανυπόμονου και μια του ΆΡΗ.
Ο Βροχερός έμενε σε ένα αποθηκάκι πίσω απ' το καφενείο, με ένα στενό κρεβάτι κι ένα τραπέζι. Όταν δεν ήταν στο καφενείο ήταν ή στην αυλή ή στα γύρω βουνά με τον Κλάους, τον σκύλο. Το καφενείο το άνοιγε έξι παρά δέκα και το έκλεινε δέκα και πέντε. Μύριζε υγρασία εκεί μέσα, πηχτή υγρασία και κρύο, δεν μίλαγε κανείς, μόνο λίγες κουβέντες που και που άκουγες, πιο πολύ όμως τον αέρα, πολύς αέρας, πάντα αέρας και τους χειμώνες βροχή. Ο καθένας καθόταν σιωπηλός στο τραπέζι, κι έπινε τον ελληνικό αν ήταν πρωί και το ουίσκι αν ήταν βράδυ. Μόνο σκέτο ελληνικό και ουίσκι είχε, τίποτ' άλλο, ούτε ζάχαρη. Ένα ευρώ ο ελληνικός, πέντε το ουίσκι. Ο καφές να ανοίξει το μάτι, το ποτό να ξεπλύνει το βάρος. Πρωτοχρονιά έρχονταν όλοι με τα καλά τους, κανονικά· έξι το πρωί, μια χειραψία, "καλή χρονιά", και πάλι ο καθένας τον καφέ του. Ο Βροχερός έφτιαχνε συνεχώς τη σόμπα, έφερνε τα ξύλα, ο σκύλος όλη μέρα κάτω απ' το τραπέζι του, πήγαινε μέχρι την πόρτα κάθε φορά που έμπαινε κάποιος.
Λίγοι πήγαιναν στο μαγαζί μα ήταν σταθεροί, κάθε μέρα εκεί. Εκεί ήταν το μέρος τους, εκεί οι μνήμες, εκεί ο τόπος. Μόνο εκεί μπορούσαν να κρατήσουν μερικές γωνιές για τη χαρά.
Και στολίδια δεν είχε στους τοίχους, μονάχα δυο φωτογραφίες, μια του πάτερ-Ανυπόμονου και μια του ΆΡΗ.